- πυροβιτουμένια
- τα, Ν(πετρογρ.) φυσικοί στερεοί υδρογονάνθρακες που διακρίνονται από τα βιτουμένια επειδή έχουν υψηλό σημείο τήξης και είναι αδιάλυτοι.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. pyrobitumen < pyro- (< πυρ) + bitumen (πρβλ. βιτουμένια)].
Dictionary of Greek. 2013.